"Όταν είναι να φύγει το τρένο,
το τρένο που πάει παντού,
στη χώρα της Πρωταπριλιάς
και τη χώρα του Χασμουρητού,
στο Τρενιντάντ, τη Ντολμανδία,
στο Πιπερού, στη Φρουτοπία,
στην Ισπεπονία, την Κουμασιλάνδη,
στο Μαρμελαδίν και το Λιχουδιστάν,
στο Κουφέιτ και το Αυγατηγανιστάν,
όταν είναι να φύγει το τρένο
και λείπει ένα βαγόνι,
ο σταθμάρχης ο καημένος
παλαβώνει, πελαγώνει,
υποφέρει, κρυφολιώνει
και μαντήλια δακρυσμένα
να στεγνώσουνε απλώνει."
Στο σταθμό του Ευγένιου (του Τριβιζά) ο σταθμάρχης θα μπει σε περιπέτειες.
Κι όλα αυτά γιατί ο συγγραφέας όταν ήταν παιδί ένιωθε προδομένος όταν ένα παραμύθι έφτανε στο τέλος του. Του την έσπαγε αυτός ο χαζοχαρούμενος επίλογος "ζήσαν αυτοί καλοί καλά κι εμείς καλύτερα".
Ετσι, φανταζόταν τη συνέχεια. Πότε να γιατροπορεύει το νικημένο δράκο, πότε να προσπαθεί να ονειρευτεί το τελευταίο όνειρο που είδε η Ωραία Κοιμωμένη και πότε να βρει τον τσαγκάρη να μπαλώσει τα παπούτσια του παπουτσωμένου γάτου. Αυτή η λαχτάρα του να μην τελειώσει ποτέ ένα παραμύθι έκανε τον Ευγένιο Τριβιζά παραμυθά.
Λένε πως όταν ο άνθρωπος χάσει την παιδικότητα του, τότε είναι που ρίχνει την άγκυρα στο λιμανάκι "ΖήσαμεΕμειςΚαλά". Άλλοι τη χάνουν -τους την κλέβουν - από τα παιδικάτα. Άλλοι την ανταλλάσσουν στην ενηλικίωση με μια ωραία κανονικότητα. Άλλοι απ' τις πολλές φουρτούνες μπαίνουν στον πειρασμό του λιμανακίου. Άλλοι πάλι το γλεντάνε μέχρι βαθιά γεράματα...
Η αναρτησούλα είναι εξαιρετικά αφιερωμένη στον αγαπημένο μου τον Αναστάση, που μου 'μαθε τόσα πολλά, που έκανε χαρτοπόλεμο με τις βεβαιότητες μου, που μ' έκανε και γέλασα με την ψυχή μου αλλά κυρίως που μ' επανέφερε σε μια πραγματικότητα που μπορεί το παραμύθι και να μην τελειώνει.