Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε Απρίλιο του 1922 και πέθανε τον Οκτώβρη του 1988. Σπούδασε στη Νομική της Αθήνας, αλλά αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν η ποίηση. Τον ενδιέφερε επίσης η αριστερά, που σε συνδυασμό με την ποίηση και τα κουπόνια κοινωνικού αποκλεισμού, του εξασφάλισαν, μια τετραετία (1947 - 1951) δωρεάν διακοπές στην κοσμική Μακρόνησο και τον εξωτικό Άι Στράτη.
Στη διάρκεια της χούντας, δούλεψε σε διάφορα περιοδικά μεταφράζοντας ή διασκευάζοντας διηγήματα, με το ψευδώνυμο Ρόκκος. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν απ'΄το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο και το Γιώργο Τσαγκάρη.
Το 1961, μαζί με τον Κώστα Κοτζιά φτιάξανε το σενάριο της ταινίας " Συνοικία το όνειρο" που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Το τραγούδι της ταινίας " Βρέχει στη φτωχογειτονιά " είναι σε στίχους δικούς του, και παίζει στην πρώτη και καλύτερη εκτέλεση του: Μουσική Θεοδωράκη και ερμηνεία Μπιθικώτση.
Ο Έρημος Σταθμός είναι από τη συλλογή Νυχτερινός Επισκέπτης. Γράφτηκε το 1972 και η μουσική στο βίντεο, είναι το Niebo (Ciel - Sky) του Zbigniew Preisner.
Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το
σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι
των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολούθουσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού
να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη
λάμπα,
……ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
……όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φάνεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.
……ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
……όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φάνεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου