Οι μεγάλες εξεγέρσεις του 1877
Πριν το τέλος της
δεκαετίας του ‘60 η «Επίχρυση Εποχή», όπως την αποκάλεσε ο Μαρκ Τουέιν, είχε
ξεκινήσει και οι ΗΠΑ ήταν απορροφημένες στην εκμετάλλευση των τεράστιων
πλουτοπαραγωγικών πηγών τους, αγνοώντας πρακτικά κάθε άλλο ζήτημα. Το έθνος
ξεκίνησε μια σταυροφορία για την υλική ευημερία. Ευημερία με κάθε κόστος… Μια
έντονη επιθυμία για πλουτισμό κινητοποίησε και ενέπνευσε την Αμερική σχεδόν
ολοκληρωτικά. Αλλά όταν αυτή εφαρμόστηκε στην πράξη, αποδείχτηκε απροκάλυπτος
εγωισμός –απάνθρωπος, αντικοινωνικός. Οι πιο δριμείς και οξυδερκείς κοινωνικοί
και πολιτικοί παρατηρητές της εποχής έκαναν λόγο για «την πτώση της δημόσιας
ηθικής»… «τη σατανική διαπλοκή του κεφαλαίου»… «τη νέα σκλαβιά». «Πόλεμοι» λάμβαναν χώρα μεταξύ των καπιταλιστών
που αναζητούσαν πλουτοπαραγωγικές πηγές. Το ανταγωνιστικό πνεύμα γινόταν
πιο άγριο μέρα με τη μέρα. Εμφανίστηκαν νέες, αμείλικτες επιχειρηματικές
μέθοδοι: κρυφά επιτόκια και εκπτώσεις, δωροδοκίες, υπόγειες ίντριγκες, φόνοι,
ειδική νομοθεσία θεσπισμένη από πουλημένους νομοθέτες για το συμφέρον κάποιων
καπιταλιστών. Οι μεγιστάνες του χρήματος και της βιομηχανίας πάλευαν με νύχια
και με δόντια για το ποιοι απ’ αυτούς θα επιβιώσουν και θα κυριαρχήσουν. Όταν
δύο απ’ αυτούς θεωρούσαν ότι μια μεταξύ τους μάχη θα ήταν αμοιβαία
καταστροφική, ένωναν τις δυνάμεις τους και πολεμούσαν έναν τρίτο. Τα τραστ
έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση...
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ
θεωρούνταν ανέκδοτο, το ίδιο και το Ανώτατο Δικαστήριο. Έντιμος πολιτικός ήταν
αυτός που είχε ξεπουληθεί σε μια ομάδα συμφερόντων. Οι καπιταλιστές ως τάξη
συμφωνούσαν ειλικρινά σε ένα μόνο πράγμα –στην αντίθεσή τους στις προσπάθειες
του προλεταριάτου να καλυτερέψει τη θέση του. Η αστυνομία ήταν το σύμβολο
της δύναμής τους. Μια φορά ο Τζ. Γκουλντ κόμπαζε με κυνισμό: «Μπορώ να προσλάβω τη μισή εργατική τάξη για να σκοτώσει
την άλλη μισή». Στην αγορά εργασίας κάθε εργάτης ανταγωνιζόταν τον άλλο.
Η ταξική αλληλεγγύη ήταν αδύνατη εξαιτίας της υλικής δύναμης αυτών που
κυριαρχούσαν, αλλά και άλλων μέσων επιρροής που διέθεταν.
Οι πλούσιοι
μετέδωσαν σε όλο τον πληθυσμό μεγάλο μέρος των δικών τους αισθημάτων και ιδεών
σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους της αμερικάνικης κοινωνίας. Στην ουσία,
ο πλούσιος και ο φτωχός εμφορούνταν από της ίδιες ιδέες και κινητοποιούνταν απ’
τους ίδιους τρομακτικούς πόθους
Κάποιοι εργατικοί
ηγέτες και μεταρρυθμιστές έψαχναν μια φόρμουλα με την οποία η Εργασία θα
μπορούσε να απελευθερωθεί από την κυριαρχία των εργοδοτών, οι συνθήκες όμως
ήταν τόσο χαώδεις και άλλαζαν τόσο γρήγορα και αναπάντεχα, που κάποιος μόλις
και μετά βίας είχε το χρόνο να κατανοήσει μια κατάσταση όταν ξαφνικά μέσα σε
αυτήν εμφανιζόταν ένα καινούριο πρόβλημα. Το εργατικό κίνημα ήταν, επομένως,
σπασμωδικό. Η νίκη των Αυστραλών εργατών στο ζήτημα του οκταώρου στα τέλη της
δεκαετίας του ‘60 ώθησε τα αμερικάνικα συνδικάτα να ξεκινήσουν μια εκστρατεία
για το ίδιο ζήτημα στην Αμερική. Ατέλειωτες αναλύσεις ακολούθησαν , επιτροπές οργανώθηκαν
στα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα και οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον ήταν
έτοιμοι να παρουσιάσουν νομοσχέδια για την εγκαθίδρυση του οκταώρου. Κάποιες
απεργίες ξεκίνησαν για το ζήτημα αλλά με τους αμαθείς, ανοργάνωτους μετανάστες
που κατέφθαναν σε μεγάλους αριθμούς και που ήταν έτοιμοι να δεχτούν κάθε θέση
εργασίας με σχεδόν οποιαδήποτε αμοιβή και να δουλεύουν 12 ή 14 ώρες την ημέρα,
οι εργοδότες δεν είχαν δυσκολία να τις διαλύσουν.
Οι εργάτες εκείνη την
περίοδο πέτυχαν μία μόνο νίκη –στη μεγάλη απεργία του 1872 στη Νέα Υόρκη στην
οποία έλαβαν μέρος περίπου 100.000 άνθρωποι, για την εγκαθίδρυση του οκταώρου στις
οικοδομές και στο εμπόριο μηχανών. Η μάχη κράτησε αρκετούς μήνες, και τελικά οι
εργοδότες υποχώρησαν. Ήταν μια μεγάλη νίκη, αλλά στιγμιαία. Έκανε στους εργάτες
μικρό καλό μακροπρόθεσμα, αφού μέσα σε λίγους μήνες ο τρομερός πανικός του
1873 σάρωσε τη χώρα και ο κόσμος της εργασίας μπήκε στην πιο κρίσιμη περίοδο
της ιστορίας του.
Η χώρα βρισκόταν σε
μεγάλη οικονομική ανέχεια. Είχε προηγηθεί μια υπερβολικά γρήγορη κατασκευή
σιδηροδρόμων, αποβάθρων, επιχειρήσεων και άλλων σχεδίων που απαιτούσαν τεράστια
ποσά κεφαλαίου αλλά απέδιδαν άμεσα λίγα κέρδη. Ένας ιστορικός της εποχής
έγραψε: «Η εικόνα της απόλυτης σπατάλης την περίοδο αυτή, αν μπορούσε να
αποδοθεί επαρκώς, θα φαινόταν απίστευτη σε όποιον δεν την έζησε». Τελικά, με τη
χρεοκοπία μιας σημαντικής τράπεζας η οικονομική μηχανή βγήκε εκτός λειτουργίας
Ο «τρελός καλπασμός»
του Αμερικάνικου καπιταλισμού κατέληξε απότομα σε μεγάλη κρίση. Η εργατική
τάξη, φυσικά, επωμίστηκε όλο το βάρος του πανικού. Αυτόματα, εκατοντάδες
χιλιάδες άνθρωποι εκδιώχθηκαν από τις δουλειές τους. Οι μισθοί μειώθηκαν. Όλα
αυτά έφεραν παρατεταμένες και απελπισμένες απεργίες. Όλες απέτυχαν. Κάποιες από
τις απεργίες ακολουθήθηκαν από λοκ άουτ, και έτσι τεράστιος αριθμός ανθρώπων
δεν μπορούσε καν να δουλέψει, ανεξάρτητα από τις συνθήκες εργασίας. Οι
εργατικοί ηγέτες μπήκαν σε μαύρες λίστες. Ανάμεσα στο 1873 και το 1874, οι
πραγματικοί μισθοί έπεσαν στο μισό. Οι εργατικές οργανώσεις έπαψαν να
υπάρχουν.
Δεν υπήρχαν
ηγέτες να τις καθοδηγήσουν και εργάτες διατεθειμένοι να πληρώσουν συνδρομές.
Στη Νέα Υόρκη τα μέλη των συνδικάτων, συνολικά, από τις 45.000 έπεσαν στις
5.000.Σε μια μαζική συνάντηση στην Ένωση Βαρελοποιών, στη Ν. Υόρκη το
Δεκέμβρη του 1873, υπήρχε μια έκθεση από πλακάτ που διηγείτο μια τρομαχτική
ιστορία:
10.000 ΑΣΤΕΓΟΙ ΑΝΤΡΕΣ
ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ
7.500 ΣΤΟΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ
ΓΕΜΑΤΑ ΟΣΤΕΟΦΥΛΑΚΙΑ ΚΑΘΕ ΒΔΟΜΑΔΑ
20.250 ΑΝΕΡΓΟΙ ΑΠΟ 11
ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΜΟΝΟ 5.950 ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ
182.000 ΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΙ
ΕΡΓΑΤΕΣ ΑΝΕΡΓΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ Ν. ΥΟΡΚΗΣ
110.000 ΑΝΕΡΓΟΙ ΟΛΩΝ
ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ Ν. ΥΟΡΚΗΣ
Αλλά και στις άλλες
μεγάλες πόλεις οι εργαζόμενοι χτυπήθηκαν εξίσου σκληρά. Εκείνο το χειμώνα
χιλιάδες λιμοκτονούσαν ή είχαν ελλείψεις ρουχισμού και φαρμακευτικής
περίθαλψης. Συγκεντρώσεις ανέργων λάμβαναν
χώρα αλλά οι ευσυνείδητες κοινότητες θορυβούνταν, φοβούμενες ότι ένας μεγάλος
όχλος από ανθρώπους που μέχρι εκείνη τη στιγμή υπέφεραν παθητικά, κάποια στιγμή
θα μπορούσε, αν γινόταν συμπαγής, να θέσει σε κίνδυνο ζωές και περιουσίες. Το
Γενάρη του 1874, για παράδειγμα, οι ηγέτες των χτυπημένων από τη φτώχεια στη Ν.
Υόρκη πήραν άδεια από την αστυνομία να κάνουν πορεία, αλλά κατά τη διάρκειά της
η άδεια ανακλήθηκε. Ήταν αδύνατο για τους ηγέτες να ενημερώσουν το διεσπαρμένο
αυτό στρατό των φτωχών για τις αλλαγμένες διαταγές. Όταν ο όχλος –άντρες,
γυναίκες και παιδιά– έφτασε στο σημείο που αρχικά είχε καθοριστεί, εμφανίστηκε
η αστυνομία. Σύμφωνα με μια αναφορά της εποχής «άνθρωποι ξεχύνονταν από τις
εισόδους μέσα στους δρόμους, ακολουθούμενοι από έφιππους αστυνομικούς που
έτρεχαν με τη μέγιστη ταχύτητα, χτυπώντας τους χωρίς να προκληθούν. Οι κραυγές
των γυναικών και των παιδιών δονούσαν την ατμόσφαιρα και το αίμα πολλών έβαψε τους
δρόμους». Μια βδομάδα μετά το γεγονός, η εφημερίδα Ο Κόσμος, εξέδωσε μια επιθεώρηση
των γενικών συνθηκών, που έδειχνε ότι χιλιάδες «ζούσαν με 14 έως 70 σεντς
τη βδομάδα» και ότι εκατοντάδες
ζούσαν από τα σκουπίδια της πόλης –«στην κυριολεξία οδοκαθαριστές».
Για τέσσερα χρόνια η οργή συσσωρευόταν και
ξαφνικά το καλοκαίρι του 1877 ξέσπασε η απεργία στους Σιδηροδρόμους Μπάλτιμορ
& Οχάιο –λιγότερο από ένα μήνα αφότου οι ηγέτες των Μόλι Μαγκουάιρς απαγχονίστηκαν. Οι εταιρίες σιδηροδρόμων όπως και άλλες εταιρίες μέσα στο άγχος του
πανικού, ή χρησιμοποιώντας τον πανικό σαν δικαιολογία, μείωναν τους μισθούς και
όντας ανοιχτά εχθρικές προς τα συνδικάτα, απέλυαν αυτούς που συμμετείχαν σε
επιτροπές διαμαρτυρίας. Στις αρχές Ιούλη, η Μπ.& Ο. ανακοίνωσε άλλη μια
μείωση κατά10% στους μισθούς των θερμαστών και των μηχανοδηγών, η οποία θα
ξεκινούσε να εφαρμοστεί από τις 16 του μήνα. Τα νέα έφεραν πανικό στους
υπαλλήλους, οι οποίοι μόλις που κατάφερναν να ζήσουν τις οικογένειές τους με
αυτά που έπαιρναν. Απελπισμένοι, έκαναν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και έστειλαν
επιτροπές στο διευθυντή της γραμμής. Αυτός αρνήθηκε να τους συναντήσει. Όπως και
οι άλλοι αξιωματούχοι της επιχείρησης πίστευε ότι οι δύσκολες συνθήκες θα
εμπόδιζαν τους εργάτες να απεργήσουν. Και αν το έκαναν τόσο το χειρότερο
για αυτούς υπήρχαν
ορδές ανέργων δίπλα σε όλες τις σιδηροδρομικές γραμμές της Μπ.& Ο.,
από τις οποίες μπορούσαν να επιλέξουν άλλους. Το πρωί της 16ης Ιουλίου, τα
τρένα επανδρώθηκαν ως συνήθως. Είχαν γίνει κάποιες συζητήσεις για απεργία, αλλά
όπως όλα έδειχναν, καμιά δράση δεν είχε αποφασιστεί. Το απόγευμα, μια ομάδα θερμαστών
και μηχανοδηγών σταμάτησε τη δουλειά στη διασταύρωση του Μέριλαντ. Έμοιαζε να
είναι μια τοπική κινητοποίηση. Η εταιρεία δε δυσκολεύτηκε να τους
αντικαταστήσει. Παντού, πεινασμένοι άνθρωποι ζητιάνευαν δουλειά... Αλλά όσο το απόγεμα προχωρούσε, οι
αξιωματούχοι της εταιρείας δέχονταν αναφορές για δυσκολίες σε όλο το μήκος της
γραμμής.
Τίποτα συγκεκριμένο
αρχικά απλά
«πρόβλημα»… «δυσαρέσκεια» …«ανυποταξία». Και το πρόβλημα έμοιαζε να είναι
εντονότερο στο Μάρτινσμπεργκ της Δυτικής Βιρτζίνια, όπου, προς το βράδυ, οι άντρες
ακινητοποίησαν όλα τα τρένα και σταμάτησαν τη δουλειά. Στα υπόλοιπα μέρη η
κατάσταση έγινε εξίσου οξεία και δραματική. Έφτασαν νέα ότι οι βαρκάρηδες των
καναλιών σταματούσαν και αυτοί να δουλεύουν. Μέχρι τα μεσάνυχτα όλο το
σύστημα της Μπ. & Ο. παρέλυσε. Ήταν ένα αυθόρμητο κίνημα, πρακτικά
ανοργάνωτο .
Ντροπιασμένη η διοίκηση της εταιρείας ζήτησε από τον Κυβερνήτη
της Δ. Βιρτζίνια ένοπλη προστασία της περιουσίας της. Ο κυβερνήτης απάντησε αμέσως
και το πρωί της 17ης Ιουλίου οι πρώτοι πυροβολισμοί ανταλλάχτηκαν στο
Μάρτινσμπεργκ μεταξύ των απεργών και της εθνοφυλακής. Ένας θερμαστής
πυροβολήθηκε. Η κατάσταση έγινε τεταμένη. Ομάδες από κατοίκους της πόλης και από
αγρότες της γύρω περιοχής ενώθηκαν με τους απεργούς και τελικά δύο τμήματα της
εθνοφυλακής του Μάρτινσμπεργκ, βαθμοφόροι
και οπλίτες, πήγαν και αυτοί με το μέρος τους. Όταν έμαθε τα νέα ο κυβερνήτης της Πολιτείας αποφάσισε να οδηγήσει ο
ίδιος ένα στρατιωτικό απόσπασμα στο Μάρτινσμπεργκ, αλλά στο μεταξύ η απεργία
εξαπλώθηκε και στο Γουίλινγκ, την πρωτεύουσα. Θορυβημένος, τηλεφώνησε στον
Πρόεδρο Χέις στην Ουάσιγκτον ζητώντας να επέμβουν Ομοσπονδιακές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο πρόεδρος έδρασε αμέσως.
Τακτικές δυνάμεις έλαβαν διαταγές και μέσα σε τρεις μέρες οι ανωμαλίες στη Δ.
Βιρτζίνια περιορίστηκαν σημαντικά. Τα τρένα άρχισαν να κινούνται ξανά. Στο
μεταξύ, η αταξία εξαπλώθηκε γρήγορα και σε άλλα σημεία όπου λειτουργούσε η Μπ.
& Ο. Οι Ομοσπονδιακές δυνάμεις και η εθνοφυλακή εμφανίστηκαν αμέσως όπου
τους κάλεσε η εταιρεία Σε διάφορα μέρη η άφιξή τους πυροδότησε
πολεμικά επεισόδια. Στη Βαλτιμόρη, για παράδειγμα, στρατιώτες οπλισμένοι μέχρι
τα δόντια έκαναν παρέλαση σε διμοιρίες μέσα στην πόλη. Σε κάποια σημεία
διασταυρώθηκαν με όχλους προλετάριων –απεργούς, συμπαραστάτες, αλήτες και
άνεργους. Κάποιος απηύθυνε μια προσβολή στους στρατιώτες. Κάποιες πέτρες
πεζοδρομίου και τούβλα πετάχτηκαν, τραυματίζοντας έναν εθνοφύλακα. Αμέσως,
χωρίς διαταγή από το διοικητή τους, κάποιοι στρατιώτες πυροβόλησαν το πλήθος σκοτώνοντας
και τραυματίζοντας ορισμένους.
Το τρομοκρατημένο πλήθος προς στιγμήν υποχώρησε μπροστά στα όπλα των στρατιωτών, μετά όμως, ακόμα
περισσότερες πέτρες και τούβλα πετάχτηκαν και οι στρατιώτες πυροβόλησαν
ξανά αφήνοντας στο οδόστρωμα περισσότερους νεκρούς και τραυματίες εξεγερμένους.
Για τρεις μέρες η εξέγερση συνεχίστηκε στη Βαλτιμόρη. Με τους απεργούς, που
πρακτικά δεν είχαν ηγέτες, ενώθηκαν χιλιάδες εργάτες και άνεργοι μηχανικοί
καθώς και ολόκληρη η εγκληματική τάξη της πόλης που έψαχνε μια ευκαιρία για να
προβεί σε λεηλασίες. Ένας μεγάλος αριθμός από ανθρώπους άλλων επαγγελμάτων, που
πρόσφατα είχαν υποστεί μειώσεις στους μισθούς τους, είχαν άσχημη διάθεση.
Καλωσόρισαν αυτό που θεωρούσαν μια προσπάθεια εκ μέρους των εργατών των
σιδηροδρόμων να διορθώσουν ένα κοινό κακό. Βοήθησαν τους εξεγερμένους και
συνέβαλαν στη διάχυση του κινήματος, οργανώνοντας φλογερές συζητήσεις. Στο
Κάμπερλαντ του Μέριλαντ η εθνοφυλακή σκότωσε 10 εργάτες και τραυμάτισε
διπλάσιους.
Μέσα σε μερικές μέρες από το ξέσπασμα στη Μπάλτιμορ
&Οχάιο, η απεργιακή επιδημία μεταδόθηκε στην εταιρεία Πενσιλβάνια Σέντραλ.
Και εδώ η δράση ήταν αυθόρμητη. Οι απαιτήσεις των απεργών ήταν ανάλογες με
αυτές των εργατών της Μπ. & Ο. Η εταιρεία, έχοντας το πάνω χέρι λόγω της γενικής
ανεργίας, αρνήθηκε να διαπραγματευθεί με τους εργάτες. Στο Πίτσμπουργκ, το
οποίο έγινε το επίκεντρο της αναταραχής στην Πενσυλβάνια, οι απεργοί μετέφεραν
όλες τις ατμομηχανές στους σταθμούς και πήγαν στα σπίτια τους. Αλλά καθώς τα
νέα της απεργίας διαχύθηκαν στη πόλη, οι δρόμοι γέμισαν με απεργούς όχι διαφορετικούς
απ’ αυτούς της Βαλτιμόρης. Η τοπική κοινωνία έβλεπε με συμπάθεια την απεργία.
Οι εθνοφύλακες, που ήταν παιδιά του Πίτσμπουργκ, ενώθηκαν με τους
εργάτες, οπότε η διοίκηση της εταιρείας κάλεσε ένα σύνταγμα εθνοφυλακής από τη
Φιλαδέλφεια και αργότερα τις Ομοσπονδιακές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι άνεργοι
και οι πεινασμένοι σχημάτισαν όχλους σε διάφορους τομείς της πόλης. Οι
στρατιώτες προσπάθησαν να τους διαλύσουν. Μέσα σε λίγες μέρες πάνω από 20
εργάτες δολοφονήθηκαν από σφαίρες και πάνω από πενήντα τραυματίστηκαν.
Μια νύχτα, αρκετές
εκατοντάδες βαγόνια μεταφοράς προϊόντων στους σταθμούς του Πίτσμπουργκ
περιλούστηκαν με πετρέλαιο και πυρπολήθηκαν. Η πυρκαγιά γρήγορα μεταδόθηκε στα
μαγαζιά και τα κτήρια των σταθμών και
πριν το ξημέρωμα είχαν καταστραφεί περιουσίες συνολικής αξίας μεγαλύτερης των
5.000.000 δολαρίων. Οι απεργοί, ασφαλώς, κατηγορήθηκαν ότι έβαλαν τη φωτιά,
αλλά εργατικοί και ριζοσπάστες συγγραφείς επιμένουν ότι τα περισσότερα βαγόνια
ήταν παλιά και άχρηστα και ότι η εταιρεία πλήρωσε εμπρηστές για να καταστρέψουν
τον εξοπλισμό ώστε να εισπράξει αποζημιώσεις από την Πολιτεία για ζημιές κατά
τη διάρκεια της απεργίας. Οι διαδηλωτές, εξαγριωμένοι από τα θανατηφόρα πυρά που
έριξε ο στρατός, τριγυρνούσαν στη πόλη λεηλατώντας μαγαζιά για να
βρουν όπλα και τρόφιμα. Για κάποιο χρονικό διάστημα φάνηκε ότι οι εξεγερμένοι,
παρόλο που δεν είχαν ηγεσία, θα νικούσαν τελικά τις Αρχές. Όπως και στην
περίπτωση της Βαλτιμόρης, οι απεργοί σιδηροδρομικοί που ενεπλάκησαν στην
εξέγερση ήταν λίγοι σε σχέση με τους πεινασμένους και απελπισμένους ανθρώπους
που έλαβαν μέρος και που δεν είχαν δουλέψει για μήνες, αν όχι για χρόνια. Εξεγέρσεις
έγιναν και αλλού στην Πενσυλβάνια. Στο Ρίντινγκ, δεκατρείς σκοτώθηκαν και 20
τραυματίστηκαν μέσα σε μια μόνο μέρα.
Στο Σικάγο, όπου επίσης
υπήρχε πείνα και ανεργία η
κατάσταση ήταν ιδιαίτερα τεταμένη. Ριζοσπάστες έβγαζαν λόγους στους προλετάριους
σχετικά με την αναγκαιότητα της επανάστασης. Ο Πάρσονς που δεν ήταν ακόμη
αναρχικός βρισκόταν ήδη στην πόλη. Διάφορες –όλες αποτυχημένες -απεργίες ήταν σε
εξέλιξη κι ένας αριθμός μεγάλων εταιριών είχαν κάνει λοκ άουτ στους υπαλλήλους τους.
Τη νύχτα της 23ης
Ιουλίου, υπάλληλοι της εταιρείας σιδηροδρόμων Μίτσιγκαν Σέντραλ απήργησαν
ενάντια στην απειλή άλλης μιας μείωσης του μισθού τους, ο οποίος πολύ πρόσφατα
είχε μειωθεί από65 σε 55 δολάρια το μήνα. Πριν τρεις μέρες οι άντρες αυτοί δεν
έκαναν καμία σκέψη για απεργία. Τώρα, αποτελούσαν πρόθυμα ακροατήρια για
εξτρεμιστές όπως ο Πάρσονς.
Η απεργία εξαπλώθηκε
και μέσα σε 24 ώρες ολόκληρο το μεσο-δυτικό σύστημα μεταφορών, «το καμάρι του
Σικάγο», παρέλυσε. Τη νύχτα της 24ης Ιουλίου η αστυνομία διέλυσε τρία πλήθη
εργατών που είχαν μαζευτεί για να πάρουν οδηγίες από τον Πάρσονς και άλλους
ηγέτες του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Ο Πάρσονς εξέδωσε εγκυκλίους που
προέτρεπαν τους απεργούς και τους συμπαραστάτες να αποφύγουν τη χρήση βίας με
κάθε κόστος, και έτσι να κερδίσουν την αλληλεγγύη του κοινού για το κίνημα του
οχταώρου που τότε προωθούταν από το κόμμα του. «Οι μεγαλειώδεις αρχές
τις Ανθρωπότητας και της Λαϊκής Κυριαρχίας», είπε, «δεν χρειάζονται βία
για να υποστηριχθούν». Αλλά ήταν πολύ αργά για να προπαγανδιστεί η μη-βία.
Την άλλη μέρα έλαβε χώρα μια ένοπλη μάχη μεταξύ αστυνομίας και
απεργών κοντά στις «Κατασκευές Μακ Κόρμικ Ρίπερ με πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Ο Λόιντ Λούις και ο
Χένρι Τζάστιν Σμιθ, στο βιβλίο τους Σικάγο– Μια Ιστορία της Φήμης Του , γράφουν:
Είκοσι χιλιάδες
άνδρες, αστυνομία και πολίτες, ήταν ένοπλοι. Αποσπάσματα σπιτονοικοκύρηδων κουβαλούσαν
πυρομαχικά και περιπολούσαν στις γειτονιές. Την ίδια στιγμή, πενήντα
διαφορετικές ομάδες διαδηλωτών συγκρούονταν με τους εθνοφύλακες και τους «Εθελοντές». Τα
σαλούν ήταν κλειστά. … Πολίτες συγκέντρωναν πυρομαχικά και άλογα μπροστά
στο Δημοτικό Κέντρο Εκδηλώσεων… Στους σταθμούς τραίνων της Δυτικής16ης Οδού,
ατμομηχανές καταστρέφονταν και έπεφταν ομοβροντίες από σφαίρες. Μια μεγάλη
ένοπλη μάχη λάμβανε χώρα στη γέφυρα ανάμεσα στις λεωφόρους Χάλστεντ και
Άρτσερ. Ο τρόμος είχε κυριεύσει τους επιχειρηματίες, οι οποίοι ζήτησαν 5000
εθνοφύλακες για να κατασταλλούν «οι ρακένδυτοι αλήτες της Κομμούνας»… Τα μέλη
των «ανώτερων τάξεων» εγκατέλειπαν την πόλη.
Κατόπιν ένα τακτικό
σύνταγμα του στρατού των ΗΠΑ έφτασε στο Σικάγο και αυτό ήταν το τέλος του
αγώνα. Η απεργία έσπασε. Στις 26 Ιούλη, η Ντέιλι Νιούζ έγραφε:
"Για ολόκληρα χρόνια,
οι σιδηρόδρομοι αυτής της χώρας λειτουργούσαν αντίθετα προς το Σύνταγμα…
Χρέωναν ό ,τι ήθελαν για ναύλα και δασμούς. Κουρέλιασαν το Κογκρέσο,
χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό ένα λόμπι που έδινε μίζες εκατομμυρίων Οι
διευθυντές τους λεηλατούσαν τις σιδηροδρομικές οδούς και κερδοσκοπούσαν με τις
μετοχές τους, για τον προσωπικό πλουτισμό τους. Στο τέλος, μην έχοντας να κερδίσουν
τίποτα άλλο απ’ τους μετόχους τους, επέδραμαν ενάντια στο κοινό και στους
υπαλλήλους τους."
Οι μάχες εξαπλώθηκαν
μέχρι την Ακτή του Ειρηνικού. Στο Σαν Φραντσίσκο οι εργάτες συγκρούστηκαν
με αστυνομικούς και Εθελοντές. Συνολικά στη χώρα τα θύματα ήταν εκατοντάδες ενώ ο ακριβής αριθμός ποτέ
δεν υπολογίστηκε. Ο αριθμός των δυνάμεων της τάξης που έλαβε ενεργό μέρος στην
καταστολή των εξεγέρσεων πλησίασε τις 20 χιλιάδες άντρες. Έως το τέλος του
Ιούλη, οι εξεγερμένοι είχαν νικηθεί.
Αμέσως μετά, ο συντηρητικός
τύπος και οι κληρικοί από τους άμβωνες των εκκλησιών άρχισαν να προτρέπουν την
Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και τις διάφορες Πολιτείες να αναδιοργανώσουν και
να ενδυναμώσουν τις ένοπλες δυνάμεις τους, ώστε στο μέλλον να
μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τέτοια ξεσπάσματα –μιας και πίσω από τις
εξεγέρσεις διέκριναν «την απαίσια παρουσία του Σοσιαλισμού, ο οποίος,
περισσότερες από μία φορές είχε κάνει την Ευρώπη να τρέμει, εξαιτίας της
ενέργειας του, του δεσποτισμού του και των τρομακτικών θηριωδιών του».
Οι
εξεγέρσεις ήταν αυθόρμητα κινήματα που προκλήθηκαν από την πείνα και τη
δυστυχία –και αυτό θορύβησε περισσότερο τις Αρχές και τα «σεβαστά στοιχεία» της
περιοχής, απ’ όσο αν επρόκειτο για προαποφασισμένα, σχεδιασμένα γεγονότα. Αν οι
εξεγέρσεις είχαν δείξει κάποια σημάδια οργάνωσης, η αποτυχία τους θα ήταν μια
καλύτερη εγγύηση για την υποταγή των εξεγερμένων στο μέλλον. Αλλά σ’
αυτούς τους ανοργάνωτους ξεσηκωμούς διαπίστωναν ένα στοιχείο αυθορμητισμού που
έδειχνε μια βαθιά και διαδεδομένη δυσαρέσκεια ανάμεσα στους καταπιεσμένους και μια ισχυρή διάθεση των
τελευταίων ν’ ανατρέψουν την υπάρχουσα κοινωνική τάξη.
Τι θα γινόταν αν
αυτή η δυσαρέσκεια οργανωνόταν από έναν ισχυρό ηγέτη–για παράδειγμα από έναν
Δαντών ή από έναν Μπακούνιν; Οι εξεγερμένοι είχαν προσφέρει στον αμερικάνικο
καπιταλισμό την πρώτη του μεγάλη τρομάρα. Η μνήμες από την Παρισινή Κομμούνα,
έξι χρόνια νωρίτερα, ήταν ακόμα νωπές. Τρομοκρατημένος ο καπιταλισμός αποφάσισε
πως έπρεπε να σφίξει τα λουριά και να κρατήσει υποταγμένη την εργατική τάξη.
Η ανέγερση μεγάλων
κρατικών οπλοστασίων στις βιομηχανικές πόλεις ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά, το
1877. Το Υπουργείο Πολέμου εξέδωσε ένα εγχειρίδιο με τακτικές αντιμετώπισης
εξεγέρσεων. Και ήταν μόλις λίγα χρόνια αργότερα όταν ο στρατηγός Μολινώ έδωσε διάλεξη
στο Ινστιτούτο Στρατιωτικής Υπηρεσίας, διαβάζοντας το πόνημά του: Εξεγέρσεις στις
Πόλεις και η Καταστολή τους.
Οι απεργοί που
βρήκαν την ευκαιρία επέστρεψαν αποκαρδιωμένοι στις δουλειές τους με μειωμένους
μισθούς. Από κάποιους ζητήθηκε να υπογράψουν δηλώσεις ότι δεν θα
ξανασυμμετάσχουν σε συνδικάτα ούτε θα υποστηρίξουν στο μέλλον το κίνημα για το
οχτάωρο. Πολλά συνδικάτα, όπως προανέφερα, διαλύθηκαν κατά τη διάρκεια του
πανικού και οι περισσότεροι καπιταλιστές, παρόλο που ήταν ακόμη θορυβημένοι από
τις εξεγέρσεις, θριαμβολογούσαν για «το τέλος του εργατικού συνδικαλισμού». Ο
πανικός εξακολούθησε για δύο χρόνια μετά το τέλος των εξεγέρσεων. Οι
σοσιαλιστές αγκιτάτορες, που είχαν πληθύνει κατά τη διάρκεια των σκληρών
ημερών, απολάμβαναν ακόμη «το επαναστατικό πνεύμα» που ο όχλος είχε επιδείξει
τις δύο αιματοβαμμένες βδομάδες. Τώρα είχαν κάτι πάνω στο οποίο μπορούσαν να
δουλέψουν. Επίσης, μετά το διάταγμα ενάντια στο Σοσιαλισμό που εξέδωσε ο Βίσμαρκ
το 1878, μετανάστευσαν στις ΗΠΑ εκατοντάδες μορφωμένοι Γερμανοί σοσιαλιστές,
πολλοί απ’ αυτούς εξτρεμιστές. Μπήκαν στο χαλαρά οργανωμένο ριζοσπαστικό
κίνημα στις διάφορες πόλεις, κυρίως στη Ν. Υόρκη και στο Σικάγο. Για κάποια
χρόνια ήταν εξαιρετικά απερίσκεπτο για τους εργάτες να μπουν σε συνδικάτα
ή να υποστηρίξουν ριζοσπαστικά πολιτικά κινήματα. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα
ήταν, μετά τις εξεγέρσεις, πολλοί να αρχίσουν να συγκεντρώνονται σε μυστικές
επαναστατικές συνελεύσεις. Έτσι, το κίνημα ουσιαστικά συνέχιζε το δρόμο
του υπογείως. Υπήρχαν ακόμη και ομάδες εργατών που άρχισαν να εξοπλίζονται
και να εξασκούνται στη χρήση των όπλων μέσα στα δάση, για τις επερχόμενες
τελικές μάχες με τον καπιταλισμό – «την Επανάσταση»– κατά την οποία σκόπευαν να
αντιμετωπίσουν την αστυνομία και
το στρατό με πιστόλια και βόμβες.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Louis Adamic " DYNAMITE The story of Class Violence in America"
που εκδόθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ την άνοιξη του 1931. Η μετάφραση
στα ελληνικά έγινε απ' τη δεύτερη έκδοση του 1934.
Τυπώθηκε το
Νοέμβρη του 2008 απ' τις εκδόσεις Διάδοση με τον τίτλο Η Ταξική Βία στην Αμερική και κυκλοφόρησε σε 800
αντίτυπα. Όποιος ενδιαφέρεται να το διαβάσει και -βέβαια- αντέχει την
ηλεκτρονική ανάγνωση, θα το βρει , εδώ.