Ο Φίλιππο Μαρινέτι πριν γίνει παρατρεχάμενος του Μουσολίνι αφιερώνει ένα ποιήμα στο τρένο.
Του δίνει τ' όνομα του μυθικού Πήγασου και το εκδίδει το 1908 -ένα χρόνο πριν δημοσιεύσει στη Φιγκαρό το Φουτουριστικό Μανιφέστο - στην συλλογή "La Ville charnelle".
Τα επόμενα χρόνια που γίνεται κώλος και βρακί με τους ιταλούς φασίστες και τον φτύνουν οι φουτουριστόφιλοι μένει μόνος του να βράζει με το ζουμί του μανιφέστου, τον "ορμητικό θεό μιας ατσάλινης φυλής" και τον "όμορφο δαίμονα" ηγέτη-τρένο:
Ορμητικέ θεέ, μιας ατσάλινης φυλής,
μεθυσμένο αυτοκίνητο του διαστήματος
που ποδοκροτείς και τρέμεις από αγωνία
ροκανίζοντας το χαλινάρι με τα δόντια να τρίζουν…
Φοβερό γιαπωνέζικο θεριό,
με μάτια σιδηρουργείου,
θρεμμένο με φλόγα
και λάδια ανθρακικά
που δεν χορταίνεις τους ορίζοντες, τις αστρικές λεηλασίες…
Ελευθερώνω την καρδιά σου που βροντά διαβολικά
ελευθερώνω τις γιγάντιες σαμπρέλες σου,
για το χορό που εσύ ξέρεις να χορεύεις
διασχίζοντας τους λευκούς δρόμους όλου του κόσμου!…
Χαλαρώνω επιτέλους
τα μεταλλικά σου ηνία,
κι εσύ ορμάς με ηδονή
μέσα στο Άπειρο, τον ελευθερωτή!
Στο ουρλιαχτό της δυνατής φωνής σου
ο ήλιος σ' ακολουθεί στη δύση του
επιταχύνοντας στον ορίζοντα,
το αιμόφυρτο καρδιοχτύπι του…
Κοίταξε, πώς καλπάζει, πέρα, στα βάθη των δασών!…
Τι σημασία έχει, όμορφέ μου δαίμονα;
Εγώ είμαι στην εξουσία σου!… Πάρε με!… Πάρε με!…
Πάνω στην εκκωφαντική γη, κι ας δονείται σύγκορμη
από πολυφωνικούς ήχους
κάτω απ' τον τυφλωμένο ουρανό, κι ας είν' γεμάτος άστρα,
πηγαίνω, ερεθίζοντας τον πόθο
και τον πυρετό μου,
μαστιγώνοντάς τους με δυνατά σπαθίσματα.
Και κάπου κάπου σηκώνω το κεφάλι
και νιώθω στο λαιμό
μαλακά να με σφίγγουν τα χέρια
χέρια έξαλλα στον άνεμο, δροσερά και βελούδινα…
Είναι τα χέρια τα δικά σου, μαγευτικά και μακρινά
που με τραβούν, κι ο άνεμος
είναι η πνοή σου, της αβύσσου η πνοή,
ω Άπειρο δίχως βυθό, που με χαρά μ' απορροφάς!…
Α! Α! βλέπω ξάφνου ανεμόμυλους
μαύρους, βραδυκίνητους,
που μοιάζουν να τρέχουν στα πάνινα σπονδυλωτά φτερά τους
σαν σε μακριά πόδια…
Τα βουνά ετοιμάζονται να πετάξουν
στη φυγή μου μανδύες αργοσάλευτης δροσιάς,
εκεί, σ' εκείνη την αποτρόπαια στροφή…
Βουνά! Τερατώδη αγέλη από Μαμούθ
βαριά καλπάζετε, σκύβοντας
τις πελώριες κορυφές σας,
προσπερνάτε, τυλιγμένα
στο γκρίζο κουβάρι της ομίχλης!
Κι ακούω ν' αντηχεί ακαθόριστος ο θόρυβος
που αποτυπώνουν στους δρόμους
οι μυθικές εφτά λεύγες μπότες
των κολοσσιαίων ποδιών σας…
Ω βουνά με τους δροσερούς γαλάζιους μανδύες !…
Ω ποτάμια όμορφα που αναπνέετε
ευτυχισμένα στο σεληνόφως!
Ω σκοτεινές πεδιάδες!… Σας προσπερνώ τρέχοντας!…
Πάνω στο ξέφρενο θεριό μου!
Αστέρια! αστέρια μου! ακούτε
τη βιασύνη των βημάτων του;…
Ακούτε τη φωνή του, που θρυμματίζει η οργή…
την εκρηκτική φωνή του, που ουρλιάζει, ουρλιάζει…
και τη βροντή των σιδερένιων πνευμόνων του
που καταρρέουν ορμητικά
ατέλειωτα;…
Δέχομαι την πρόκληση, ω άστρα μου!…
Πιο γρήγορα!… Ακόμη πιο γρήγορα!…
Χωρίς σταματημό, μήτε ανάπαυση!…
Άφησε τα φρένα! Δεν μπορείς;
Σπάστα, λοιπόν,
ώστε ο σφυγμός της μηχανής να εκατονταπλασιάσει την ορμή του!
Ζήτω! Μακριά απ' αυτή την ακάθαρτη γη!
Ξεφεύγω, τέλος, κι ευκίνητα πετώ,
πάνω απ' το μεθυστικό ποτάμι των άστρων
που πλημμυρίζει το μεγάλο κρεβάτι τ' ουρανού!
ροκανίζοντας το χαλινάρι με τα δόντια να τρίζουν…
Φοβερό γιαπωνέζικο θεριό,
με μάτια σιδηρουργείου,
θρεμμένο με φλόγα
και λάδια ανθρακικά
που δεν χορταίνεις τους ορίζοντες, τις αστρικές λεηλασίες…
Ελευθερώνω την καρδιά σου που βροντά διαβολικά
ελευθερώνω τις γιγάντιες σαμπρέλες σου,
για το χορό που εσύ ξέρεις να χορεύεις
διασχίζοντας τους λευκούς δρόμους όλου του κόσμου!…
Χαλαρώνω επιτέλους
τα μεταλλικά σου ηνία,
κι εσύ ορμάς με ηδονή
μέσα στο Άπειρο, τον ελευθερωτή!
Στο ουρλιαχτό της δυνατής φωνής σου
ο ήλιος σ' ακολουθεί στη δύση του
επιταχύνοντας στον ορίζοντα,
το αιμόφυρτο καρδιοχτύπι του…
Κοίταξε, πώς καλπάζει, πέρα, στα βάθη των δασών!…
Τι σημασία έχει, όμορφέ μου δαίμονα;
Εγώ είμαι στην εξουσία σου!… Πάρε με!… Πάρε με!…
Πάνω στην εκκωφαντική γη, κι ας δονείται σύγκορμη
από πολυφωνικούς ήχους
κάτω απ' τον τυφλωμένο ουρανό, κι ας είν' γεμάτος άστρα,
πηγαίνω, ερεθίζοντας τον πόθο
και τον πυρετό μου,
μαστιγώνοντάς τους με δυνατά σπαθίσματα.
Και κάπου κάπου σηκώνω το κεφάλι
και νιώθω στο λαιμό
μαλακά να με σφίγγουν τα χέρια
χέρια έξαλλα στον άνεμο, δροσερά και βελούδινα…
Είναι τα χέρια τα δικά σου, μαγευτικά και μακρινά
που με τραβούν, κι ο άνεμος
είναι η πνοή σου, της αβύσσου η πνοή,
ω Άπειρο δίχως βυθό, που με χαρά μ' απορροφάς!…
Α! Α! βλέπω ξάφνου ανεμόμυλους
μαύρους, βραδυκίνητους,
που μοιάζουν να τρέχουν στα πάνινα σπονδυλωτά φτερά τους
σαν σε μακριά πόδια…
Τα βουνά ετοιμάζονται να πετάξουν
στη φυγή μου μανδύες αργοσάλευτης δροσιάς,
εκεί, σ' εκείνη την αποτρόπαια στροφή…
Βουνά! Τερατώδη αγέλη από Μαμούθ
βαριά καλπάζετε, σκύβοντας
τις πελώριες κορυφές σας,
προσπερνάτε, τυλιγμένα
στο γκρίζο κουβάρι της ομίχλης!
Κι ακούω ν' αντηχεί ακαθόριστος ο θόρυβος
που αποτυπώνουν στους δρόμους
οι μυθικές εφτά λεύγες μπότες
των κολοσσιαίων ποδιών σας…
Ω βουνά με τους δροσερούς γαλάζιους μανδύες !…
Ω ποτάμια όμορφα που αναπνέετε
ευτυχισμένα στο σεληνόφως!
Ω σκοτεινές πεδιάδες!… Σας προσπερνώ τρέχοντας!…
Πάνω στο ξέφρενο θεριό μου!
Αστέρια! αστέρια μου! ακούτε
τη βιασύνη των βημάτων του;…
Ακούτε τη φωνή του, που θρυμματίζει η οργή…
την εκρηκτική φωνή του, που ουρλιάζει, ουρλιάζει…
και τη βροντή των σιδερένιων πνευμόνων του
που καταρρέουν ορμητικά
ατέλειωτα;…
Δέχομαι την πρόκληση, ω άστρα μου!…
Πιο γρήγορα!… Ακόμη πιο γρήγορα!…
Χωρίς σταματημό, μήτε ανάπαυση!…
Άφησε τα φρένα! Δεν μπορείς;
Σπάστα, λοιπόν,
ώστε ο σφυγμός της μηχανής να εκατονταπλασιάσει την ορμή του!
Ζήτω! Μακριά απ' αυτή την ακάθαρτη γη!
Ξεφεύγω, τέλος, κι ευκίνητα πετώ,
πάνω απ' το μεθυστικό ποτάμι των άστρων
που πλημμυρίζει το μεγάλο κρεβάτι τ' ουρανού!
Το ποιήμα ( Εδώ στα γαλλικά) λέγεται "Στον Πήγασό μου" και η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τη Μαρία Στεφανοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου